- κόκκῳ
- κόκκοςgrainmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόκκῳ — Κόκκος grain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκωι — Κόκκῳ , Κόκκος grain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκωι — κόκκῳ , κόκκος grain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SANDIX seu SANDYX — apud Fl. Vopisc. in Aureliano c. 29. Dicitur etiam sandix Indica talem purpuram sacere (Praestantissimam videl. quali constabat in Templo Iovis O. M. Capitolini pallium breve lanestre, ad quod collatae aliae purpurae, cineris specie decolorari… … Hofmann J. Lexicon universale
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
σίδιο — το / σίδιον, ΝΑ [σίδη] νεοελλ. το ρόδι αρχ. 1. ο φλοιός τού ροδιού 2. (η δοτ.) σιδίῳ (κατά τον Ησύχ.) «κόκκῳ ῥοιᾱς» 3. στον πληθ. τὰ σίδια (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν» … Dictionary of Greek